- μικροφιλότιμο
- τοβλ. μικροφιλότιμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μικροφιλοτιμία — η (Α μικροφιλοτιμία) [μικροφιλότιμος]·1. η ιδιότητα τού μικροφιλότιμου, η προσπάθεια κάποιου να διακρίνεται και να επιδεικνύεται σε μικρά, ασήμαντα πράγματα 2. το μικροφιλότιμο … Dictionary of Greek
μικροφιλότιμος — η, ο (Α μικροφιλότιμος, ον) αυτός που αγαπά και επιδιώκει ασήμαντες διακρίσεις, που είναι κενόδοξος, ματαιόδοξος ή ξυπασμένος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικροφιλότιμο το να θίγεται το φιλότιμο κάποιου με ασήμαντες αφορμές, η ευθιξία για πράγματα… … Dictionary of Greek